Λίγοι απ’ το ευρύτερο κοινό της χώρας μας κατάφεραν να αντιληφθούν την τελευταία προσπάθεια του Πατριαρχείου Μόσχας να διασπείρει τη διχόνοια στον ορθόδοξο κόσμο. Καθώς αυτή η απόπειρα κατέληξε σε ένα πλήρες φιάσκο για τη Ρώσικη ορθόδοξη εκκλησία (ΡΟΚ), ενώ τα δικά μας ρωσοφιλικά «τρολ» μάλλον προτίμησαν να σιωπήσουν (ενώ δεν είχαν το θάρρος να επικρίνουν την απόφαση της Ιεράς Συνόδου της ορθόδοξης εκκλησίας της Βουλγαρίας, η οποία αυτή τη φορά αρνήθηκε να συμμετάσχει στο ρωσικό εγχείρημα). Γι’ αυτό σήμερα θα ήθελα να παρουσιάσω το χρονικό αυτής της τελευταίας ρωσικής τυχοδιωκτικής απόπειρας.
Ουσιαστικά αυτή ξεκίνησε το Νοέμβριο του περασμένου έτους με έναν μάλλον αδέξιο τρόπο. Εκείνη τη περίοδο προσκλήθηκε στη Μόσχα ο πατριάρχης Ιεροσολύμων για να του απονεμηθεί πανηγυρικά ένα απ’ τα πομπώδη ρώσικα «εκκλησιαστικά βραβεία». Ακριβώς τότε – κυριολεκτικά δύο ημέρες μετά την αναχώρηση του, ο εν λόγω Πατριάρχης απέστειλε σ’ όλες τις αυτοκέφαλες Ορθόδοξες εκκλησίες πρόσκληση για σύγκληση μιας Πανορθόδοξης σύναξης των προκαθημένων τους (η οποία θα ελάμβανε μέρος στην επικράτεια του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων) με επίσημο ανακοινωμένο στόχο «την διατήρηση της ενότητας των Ορθοδόξων εκκλησιών». Η πρόσκληση-έκκληση στάλθηκε επίσης στον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, γραμμένη μάλιστα στα αγγλικά σ’ αντίθεση με την από αιώνων παράδοση να γράφεται η αλληλογραφία μεταξύ αυτών των δύο Εκκλησιών στην ελληνική καθαρεύουσα. Η σύμπτωση της επίσκεψης του Θεόφιλου Γ΄ στη Μόσχα και της απροσδόκητης «πρωτοβουλίας» του ήταν τόσο προφανής που κατέστη αμέσως σαφές προς όλους, ποιος ήταν ο πραγματικός υπεύθυνος για την ιδέα της συγκλήσης μιας τέτοιου είδους συνάντησης και ακόμη περισσότερο που ακριβώς συνεγράφη η απεσταλθείσα επιστολή (η οποία λόγω έλλειψης ειδικών συνεγράφη στα αγγλικά).
Αλλά γιατί συνέβη αυτό ; Απλούστατα διότι η Μόσχα, αφού διέκοψε μονομερώς την ευχαριστιακή της κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως, λόγω της εκδόσεως του τόμου του 2019 για την αυτοκεφαλία της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Ουκρανία — ενώ μετά από λίγο διάστημα διέκοψε και την κοινωνία με την Εκκλησία της Ελλάδος και το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας, συνειδητοποίησε ότι απομονώνεται απ’ τον Ορθόδοξο κόσμο, γεγονός απαράδεκτο για το «τριτο-ρωμαϊκό» σύμπλεγμα και ειδικότερα για την αυτοκρατορική πολιτική της Ρωσίας του Πούτιν, η οποία εδώ και αρκετά χρόνια χρησιμοποιεί ενεργά την Εκκλησία της Ρωσίας για την επίτευξη του ιδεολογικο-πολιτικού σχεδίου «Ορθόδοξος πολιτισμός», σχέδιο, το οποίο ως κύρια επιδίωξη του έχει τον διαχωρισμό των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης — σ’αυτές που η Ορθόδοξη πίστη είναι κυρίαρχη — απ’ την ευρωπαϊκή τροχιά. Μετά τη βιαστική και λανθασμένη ρήξη, η οποία οδήγησε στη διακοπή των σχέσεων με την κορυφαία Ορθόδοξη Εκκλησία (Κωνσταντινούπολη) και η οποία είχε ως συνέπεια τη διακοπή των σχέσεων με ακόμη δύο ελληνόφωνες εκκλησίες, η Μόσχα αντιμετώπισε την προοπτική της πλήρους κατάρρευσης του εν λόγω ιδεολογήματος περί «ορθοδόξου πολιτισμού» (σύμφωνα με το οποίο επικεφαλής αυτού του πολιτισμού είναι η Ρωσία). Ταυτοχρόνως διόλου δεν είχε λησμονηθεί η προσπάθεια της ΡΟΚ να ανατρέψει την από πολλά έτη προετοιμαζόμενη Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης (που πραγματοποιήθηκε το 2016 με απούσες τέσσερις τοπικές εκκλησίες, των οποίων η απουσία οφείλεται προφανώς σε παρότρυνση της Μόσχας). Ακριβώς λόγω αυτής της δυσμενούς συγκυρίας, η οποία δημιουργήθηκε απ’ την ΡΟΚ, το Πατριαρχείο Μόσχας επιδίωξε τη σύγκληση μιας «Πανορθόδοξης σύναξης» για την «επίλυση της κρίσης στην Ουκρανία» και την «εξάλειψη του σχίσματος στην οικουμενική Ορθοδοξία» (στην πραγματικότητα, με εξαίρεση τα Μόσχα, κανείς στον Ορθόδοξο κόσμο δεν βρισκόταν σε κατάσταση «σχίσματος). Προς μεγάλη απογοήτευσή της, καμία από τις «αδελφές-τοπικές εκκλησίες» δεν έδειξε ανάλογο ενθουσιασμό, ούτως ώστε ν’ ανταποκριθεί στο κάλεσμα της ΡΟΚ, ενώ σωστά υπενθύμισαν στην τελευταία ότι μόλις πριν από δύο χρόνια, η ίδια είχε μποϊκοτάρει την Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης, ενώ τώρα επιδιώκει την εκ νέου σύγκληση μιας Πανορθόδοξης Συνόδου μόνο και μόνο για να υπερασπίσει τα συμφέροντα της.
Επειδή κατέστη ξεκάθαρο στη Μόσχα ότι «Πανορθόδοξη σύνοδος», η οποία θα καταδικάσει τις ενέργειες του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Ουκρανία δεν πρόκειται να συγκληθεί, αλλά αντιθέτως, δρομολογείται η διαδικασία σταδιακής αναγνώρισης της Ορθόδοξης εκκλησίας της Ουκρανίας, η Μόσχα αποφάσισε να δράσει με πλάγιο τρόπο. Όπως παρατήρησα και στην αρχή του κειμένου, η Μόσχα έδρασε με έναν εξαιρετικά αδέξιο τρόπο ενώ μέχρι σήμερα δεν καταλαβαίνω γιατί ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων έπρεπε να δωροδοκηθεί με τέτοιον έκδηλο και φτηνό τρόπο και έπειτα αστραπηδόν μετά την αναχώρησή του απ’ τη Μόσχα να ανησυχεί τόσο πολύ για την «ευχαριστιακή ενότητα της Ορθόδοξης Εκκλησίας» προωθώντας προς όλους μια επιστολή γραμμένη στα αγγλικά. Φαίνεται ότι η ΡΟΚ, παρά την ασάφεια της απόπειρας βασιζόταν σε μια απροσδόκητη ανάληψη πρωτοβουλίας για την σύγκληση «κάποιου είδους Πανορθόδοξης σύναξης» σ’ ένα απ’ τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία, τα οποία ανήκουν στον ελληνόφωνο χώρο της Οικουμενικής ορθοδοξίας, ελπίζοντας ότι κατ’ αυτόν τον τρόπο θα προκαλέσει πανικό στους «φαναριώτες» στην Κωνσταντινούπολη υπερκεράζοντας την αντίσταση του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Δυστυχώς για τη Μόσχα τίποτα τέτοιο δεν συνέβη. Αντιθέτως, στις 26 Δεκεμβρίου 2019, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος απάντησε στον αδελφό του Θεόφιλο Γ΄ με μια άνευ προηγουμένου επιστολή ως προς το ψυχρό και ειρωνικό ύφος της, στην οποία δεν αποσιώπησε ότι του είναι ξεκάθαρα γνωστός ο υπεύθυνος αυτής της απροσδόκητης «πρωτοβουλίας» (παρεμπιπτόντως, μια έκφραση αυτής της ειρωνείας στην επιστολή του πατριάρχου Βαρθολομαίου είναι η προσποίητή έκπληξη της «ξένης», μη-ελληνικής γλώσσας, στην οποία «ο αγαπητός και περιπόθητος αδελφός» απευθύνεται σ’ αυτόν: «δια πρώτην φοράν εις την μακραίωνα ιστορίαν των δύο ημετέρων Πατριαρχείων το ορθώς επιγραφόμενον «Ελληνορθόδοξον Πατριαρχείον Ιεροσολύμων» αλληλογραφεί μετά του Οικουμενικού Πατριάρχου εις γλώσσαν ξένην προς την μητρικήν ημών τοιαύτην» – (γεγονός, το οποίο τα ντόπια ρωσοφιλικά «τρολ» προσπάθησαν να το παρουσιάσουν με άκρως γελοίο τρόπο ως εκδήλωση «εθνοφυλετισμού» εκ μέρους του Οικουμενικού Πατριάρχη). Εν συνεχεία στην ίδια επιστολή, αποκαλύπτεται σημείο προς σημείο, όλη η απερισκεψία της μοσχοβίτικης πρόκλησης. Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος γράφει ότι: «Μετά δυσκολίας κατανοούμεν την πρωτοφανή εις την ιστορίαν της Ορθοδόξου Εκκλησίας ανάληψιν υφ’ Υμών πρωτοβουλίας προς σύγκλησιν Πανορθοδόξου Συνάξεως. Περιττόν να υπομνήσωμεν Υμίν την θέσιν, (το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων είναι μόλις το τέταρτο στη σειρά των Διπτύχων, διότι άρχισε να διαμορφώνεται μόνο μετά την αποκατάσταση της κατεστραμμένης Ιερουσαλήμ απ’ τους Ρωμαίους και με την επάνοδο του ονόματος της –δηλαδή τον 4ο αιώνα – σ.σ.) την οποίαν κατέχει το Υμέτερον Πατριαρχείον εις την τάξιν των Διπτύχων της Αγιωτάτης Ορθοδόξου Εκκλησίας, ως και το γεγονός ότι, κατά την κανονικήν τάξιν, ήτις ανέκαθεν και μέχρι προσφάτως εγένετο υφ’ όλων των Ορθοδόξων Εκκλησιών σεβαστή, αι Πανορθόδοξοι Συνάξεις των Προκαθημένων συγκαλούνται πάντοτε υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου, όστις και προεδρεύει αυτών. Ποίου είδους ενότητα θέλει υπηρετήσει η Υμετέρα πρωτοβουλία, εάν απουσιάζη εκ της προτεινομένης υφ’ Υμών Συνάξεως ο Πρώτος τη τάξει των Ορθοδόξων Προκαθημένων;». Ο Οικουμενικός Πατριάρχης ρωτάει επίσης αρκετά λογικά: «ποίον νόημα θα είχε μία Σύναξις Προκαθημένω, κατά την οποίαν δεν θα ήτο δυνατή η τέλεσις από κοινού της Θείας Λειτουργίας, διότι εις εξ αυτών διέκοψε την Ευχαριστιακήν κοινωνίαν μετά τινων εξ αυτών;». Ο «εις εξ αυτών» δεν είναι ουδείς άλλος εκτός απ’ τον Πατριάρχη Μόσχας, ο οποίος μονομερώς διέκοψε την ευχαριστιακή κοινωνία με τρεις προκαθημένους της Εκκλησίας (τον Πατριάρχη Αλεξανδρείας, τον αρχιεπίσκοπο Αθηνών και τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως). Ας σημειώσω εδώ, ότι ο όρος «σύναξις» στην εκκλησιαστική ορολογία δεν έχει απλώς την έννοια της «συναθροίσεως» (με την ἐννοια μιας κοσμικής «διασκέψεως» ή «συγκεντρώσεως»), αλλά σημαίνει την ένωση (εν Χριστώ Ιησού). Εύλογα λοιπόν ρωτάει ο Οικουμενικός Πατριάρχης, ότι εκτός από τον μη κανονικό τρόπο σύγκλησης (όχι απ’ τον πρώτο, αλλά μόλις απ’ τον τέταρτο των προκαθημένων) , τι είδους εκκλησιαστική σύναξη θα μπορούσε να φανταστεί ο Θεόφιλος, καθώς ο ένας απ’ τους συμμετέχοντες (και ο πραγματικός της εμπνευστής) βρίσκεται σε σχίσμα με τουλάχιστον τρεις απ’ τους άλλους προκαθημένους. Τέλος, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος θέτει υπό ισοπεδωτική ειρωνεία τον ίδιο τον σκοπό της προτεινομένης συνάξεως απ’ τον άγιο αδελφό του: «Τρίτον, απορίαν προκαλεί εις ημάς η επίκλησις, ως σκοπού της προτεινομένης υφ’ Υμών Συνάξεως, της «διαφυλάξεως της Ευχαριστιακής κοινωνίας εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία». Αλλ’ η Ευχαριστιακή κοινωνία εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ουδέποτε διεκόπη ει μη υπό μιάς και μόνον Ορθοδόξου Εκκλησίας (το Πατριαρχείο Μόσχας – σ.σ.), και τούτο μονομερώς, πασών των λοιπών Ορθοδόξων Εκκλησιών διατηρουσών την προς αυτήν και μετ’ αλλήλων Ευχαριστιακήν κοινωνίαν. Προς την Εκκλησίαν ταύτην, συνεπώς, δέον να κατευθυνθή οιαδήποτε προσπάθεια επανόδου εις την Ευχαριστιακήν κοινωνίαν, και ουχί προς τας λοιπάς Εκκλησίας».
Οι ενστάσεις του Οικουμενικού Πατριάρχου ήταν άριστα θεμελιωμένες και δικαιολογημένες και νομίζω ότι έφεραν τον Θεόφιλο Γ΄ σε εξαιρετικά άβολη θέση, επειδή «πιάστηκε» στο «αγκίστρι» της Μόσχας. Παρόλο που ήταν αργά για να ανακαλέσει την «πρωτοβουλία» του, ένα σημάδι ότι αυτός και ο Κύριλλος Μόσχας αντιλήφθηκαν ότι υπέπεσαν σε ατόπημα ήταν η επακόλουθη μεταβολή της ονομασίας του ανακοινωθείσης «Σύναξεως των προκαθημένων». Σταδιακά η ορολογία «υποβαθμίστηκε», η «σύναξη» μετατράπηκε «αδελφική συνάντηση», και εν τέλει – στο ανακοινωθέν της εκδήλωσης αναφέρεται ως «μια συνάντηση Προκαθημένων και εκπροσώπων τοπικών ορθόδοξων Εκκλησιών» (ας σημειωθεί εδώ η απουσία των οριστικών άρθρων, πρόκειται για συνάντηση Προκαθημένων και όχι «των» Προκαθημένων, συνάντηση ορθόδοξων Εκκλησιών και όχι «των» ορθόδοξων Εκκλησιών). Όπως θα δούμε στη συνέχεια, αποδείχθηκε ότι ακόμη και εκείνες οι αυτοκέφαλες Εκκλησίες που συναντήθηκαν στις 25 και 26 Φεβρουαρίου στο Αμμάν ήταν απρόθυμες να αρνηθούν το αποκλειστικό δικαίωμα του πρώτου στην τάξη, δηλαδή του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως αναφορικά με τη σύγκληση πανορθόδοξων συνάξεων και συναντήσεων «των προκαθημένων» των εκκλησιών. Επιπλέον φάνηκαν δισταχτικές στο να υποστηρίξουν τη Μόσχα με τη δικαιολογία ότι σε αυτήν την περίπτωση πρέπει να γίνει εξαίρεση στη τάξη, διότι όσον αφορά το ζήτημα της Ουκρανικής εκκλησίας ( για το οποίο έπρεπε να συγκληθεί «σύναξη») η Κωνσταντινούπολη «ήταν ξένη». Γι’ αυτόν τον λόγο – μεταξύ άλλων – η συνάντηση στο Αμμάν – προς μεγάλη λύπη του Κυρίλλου Μόσχας – δεν μπορεί να θεωρηθεί παρά μια μέτρια εμφάνιση, η οποία δεν μπορούσε ούτ στο ελάχιστο να προσεγγίσει τις ελπίδες που έτρεφε η Μόσχα για «Πανορθόδοξη σύναξη» (με σκοπό την «καταδίκη» της Κωνσταντινούπολης) ακόμα και «σύναξη των Προκαθημένων».
Παρά το γερό χτύπημε που δέχτηκε από τον Πατριάρχη Βαρθολομαίο αυτή η συνάντηση, η φιλοδοξία της Μόσχας να πραγματοποιήσει την προγραμματισμένη «εκδήλωση» δεν συντρίφθηκε. Καταπίνωντας κυριολεκτικά την ίδια της τη σύγχυση, η Μόσχα ξεκίνησε τη διαδικασία «προσέλκυσης» συμμετεχόντων στην εκδήλωση. Εδώ ακριβώς υπέστη τη δεύτερη και ακόμα πιο σοβαρή ήττα της η ΡΟΚ. Ο πατριάρχης Ιεροσολύμων και ο πραγματικός υπεύθυνος της εκδήλωσης υπολόγιζαν ως εύκολα ελεγχόμενους και αδιαμφισβήτητους συμμετέχοντες στην «αντιφαναριώτικη συγκέντρωση», τους τρεις Προκαθημένους αυτών των εκκλησιών, οι οποίοι λόγω της ρωσικής πίεσης δεν έλαβαν μέρος στη Πανορθόδοξη Σύνοδο της Κρήτης – συγκεκριμένα το Πατριαρχείο Αντιοχείας, Βουλγαρίας και Γεωργίας. Κατ’ αυτόν τον τρόπο οι προγραμματισμένοι συμμετέχοντες έφταναν έως και πέντε Πατριαρχεία. Δεν ήταν δύσκολο να πεισθεί να συμμετάσχει αυτή τη φορά (σε αντίθεση με το 2016) και ο Πατριάρχης της Σερβικής εκκλησίας. Άλλωστε τα τελευταία δύο χρόνια αυτή η εκκλησία διαποτίζεται όλο και περισσότερο από ένα εθνικιστικό και αντιευρωπαϊκό πνεύμα, ενώ αυξάνεται ο φόβος της ότι η Κωνσταντινούπολη θα επιληφθεί του ζητήματος της εκκλησίας της Βορείου Μακεδονίας, την οποία οι Σέρβοι θεωρούν δική τους, με τον ίδιο τρόπο που έλυσε και το ουκρανικό ζήτημα. Επομένως η Μόσχα ανέμενε τη συμμετοχή έξι Πατριαρχείων. Επίσης αυτή τη φορά δεν είχε καμία πρόθεση να αφήσει τις μειονοτικές (και σχεδόν εξ ολοκλήρου εξαρτώμενες και «στελεχωμένες» από αυτήν) Ορθόδοξες εκκλησίες της Πολωνίας, της Τσεχίας και της Σλοβακίας να δράσουν αυθαίρετα. Οκτώ ολόκληρες εκκλησίες – ακόμη και συγκαλούμενες κατά παράβαση της κανονικής τάξης και απουσία του «πρώτου μεταξύ ίσων», ακόμη και ως «αδελφική οικογενειακή συνάντηση» – αυτό ασφαλώς θα ήταν μια μεγάλη επιτυχία για τη Μόσχα. Τουλάχιστον όσον αφορά τους «αριθμούς» των «δύο στρατοπέδων» θα καθίστατο σαφές στους «φαναριώτες» ότι το «στρατόπεδο», του οποίου ηγείται η Ρωσία έχει τεράστιο πλεονέκτημα με συνέπεια… «ο Ορθόδοξος πολιτισμός να παραμένει επικεντρωμένος στην Ευρασία και αν όχι σήμερα, τότε αύριο θα επαναφέρει την Ουκρανία στους κόλπους του».
Ας δούμε τώρα τι συνέβη τελικά. Το αναφέρω με ειλικρινή ικανοποίηση, ότι η Οικουμενική Ορθοδοξία παρά τις αδιαμφισβήτητες, αλίμονο, πολλές φορές εσωτερικές αντιφάσεις της, δεν αποφάσισε να προκαλέσει ένα επικίνδυνο σχίσμα προς το συμφέρον μιας τοπικής εκκλησίας. Αντιθέτως, διατήρησε ισχυρή την παρόρμηση (ή διατηρήθηκε απ’ το Άγιο Πνεύμα) να μη χωριστεί – κάτι που αν τυχόν γινόταν πραγματικότητα θα είχε μόνιμες μελλοντικές συνέπειες· τον χωρισμό δηλαδή της Ορθοδοξίας σε δυο μέρη – ένα φιλορωσικό και ένα υπέρ της Κωνσταντινουπόλεως. Συνέβη κάτι το απροσδόκητο για την ΡΟΚ, το Πατριαρχείο Γεωργίας, ο θεωρούμενος σίγουρος έμπιστος αρνήθηκε να συμμετάσχει σ’ αυτή την προφανώς αντικανονική και παράδοξη για όλους συγκαλυμμένη φάρσα. Αυτή η πράξη ανησύχησε τρομερά τον διάσημο «υπουργό εξωτερικών» του Πατριάρχη Μόσχας, μητροπολίτη Ιλαρίων Αλφέγιεφ, ο οποίος, αφιχθείς στη Σερβία (για να μη πάει χαμένη και αυτή η εκκλησία), σύμφωνα με αξιόπιστες πληροφορίες που έχουμε υπόψιν μας, «κάλεσε» έναν απ’ τους ευρισκόμενους στη Σερβία μητροπολίτες της Ορθόδοξης εκκλησίας Βυυλγαρίας για να τον πείσει να «ασκήσει πίεση» στη δική του εκκλησία (τον λόγο που ο μητροπολίτης Ιλαρίων δεν τόλμησε αυτή τη φορά να έρθει απευθείας στη χώρα μας θα το εξηγήσω κάποια άλλη φορά). Το αποτέλεσμα αυτής της δράσης άφησε έκπληκτη ακόμα και τη Μόσχα. Παρά τις προσδοκίες (συμπεριλαμβανομένων και των δικών μου), η ΒΟΕ όχι μόνο δεν υπέκυψε στην πίεση, όχι μόνο δεν «έκανε την πάπια» αλλά εξέδωσε επίσημο ανακοινωθέν στο οποίο δήλωνε ότι «δεν θα συμμετάσχει στη συνάντηση του Αμμάν». Μια-δυο μέρες αργότερα και η τρίτη εκκλησία, η οποία δεν είχε λάβει στη σύνοδο της Κρήτης –το πρεσβυγενές Πατριαρχείο Αντιοχείας ανακοίνωσε ότι δεν θα λάβει μέρος στην εν λόγω συνάντηση. Εν τω μεταξύ, από τις θεωρούμενες ως «απρόβλεπτες» Εκκλησίες, η εκκλησία της Αλβανίας και η αρχιεπισκοπή Κρήτης είχαν ήδη ανακοινώσει την άρνηση τους να συμμετάσχουν, ενώ το Πατριαρχείο Ρουμανίας δήλωσε ότι θα στείλει αντιπροσωπεία, αλλά όχι σε «υψηλό επίπεδο».
Summa summarum: Κυριολεκτικά μια ημέρα πριν από την έναρξη της «αδελφικής συνάντησης» (διότι η εκκλησία της Πολωνίας δίσταζε μέχρι την τελευταία ώρα) κατέστη σαφές ότι στην πρωτεύουσα της Ιορδανίας θα συγκεντρωθούν: ο Πατριάρχης Ιεροσολύμων, η Μόσχα και η Σερβία, καθώς και οι επικεφαλής των δύο μειονοτικών Ορθοδόξων εκκλησιών: δηλαδή της Πολωνίας, της Τσεχίας και Σλοβακίας και ένας Ρουμάνος μητροπολίτης. Αρνήθηκαν να λάβουν μέρος σε αυτή τη τυχοδιωκτική συνάντηση οι εξής: τα πατριαρχεία Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιόχειας, Βουλγαρίας και Γεωργίας (συνολικά πέντε πατριάρχες, έξι μαζί με τη Ρουμανία). Αρνήθηκαν επίσης – σύμφωνα με τη σειρά των διπτύχων – ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου, Ελλάδος και Αλβανίας. Συνολικά αρνήθηκαν να έρθουν οι Προκαθήμενοι των εννέα εκ των δεκατεσσάρων αυτοκεφάλων εκκλησιών της Ορθόδοξης εκκλησίας. Ασφαλώς αυτό προκαθόρισε την πλήρη αποτυχία της συνάντησης του Αμμάν και συνεπώς την τρίτη ήττα της Μόσχας.
Για την επόμενη – θα μιλήσουμε μια άλλη φορά.
Καλίν Γιανάκιεφ
Ο Καλίν Γιανάκιεφ είναι καθηγητής στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου της Σόφιας “Αγ. Κλήμης της Αχρίδας”, μέλος της Διεθνούς Εταιρείας για τη Μελέτη της Μεσαιωνικής Φιλοσοφίας (S.I.E.P.M.). Συγγραφέας των βιβλίων: “Αρχαίος ελληνικός πολιτισμός – προβλήματα φιλοσοφίας και μυθολογίας”. “Θρησκευτικές και φιλοσοφικές σκέψεις”. “Φιλοσοφικά πειράματα για τη μοναξιά και την ελπίδα”. “Δίπτυχο εικόνων. Μια απόπειρα θεολογίας της θεωρίας ». «Ο Θεός της εμπειρίας και ο Θεός της φιλοσοφίας. Σκέψεις για τη γνώση του Θεού ». “Τρεις υπαρξιακές-φιλοσοφικές μελέτες. Κακό. Παθος. Ανάσταση ». Ο Κόσμος του Μεσαίωνα «Res Vitae. Res Publicae. Φιλοσοφικές και φιλοσοφικοπολιτικές μελέτες από χριστιανική προοπτική ». «Ευρώπη-Μνήμη-Εκκλησία. Πολιτικές-ιστορικές και πνευματικές σημειώσεις »(κείμενα που δημοσιευμένα στην ιστοσελίδα Χριστιανισμός και Πολιτισμός). Το 2016, δημοσιεύτηκε μια συλλογή ερευνών προς τιμήν του καθηγητή Καλίν Γιανάκιεφ “Christianitas, Historia, Metaphysica”. Το πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι η Θυσία του Χριστού, η Ευχαριστία και η Εκκλησία. Μελέτες επί των βιβλικών θεμελιώσεων »(Communitas, 2017).
d0%b5/